- συρμάτινος
- -η, -ο, Νκατασκευασμένος από σύρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συρμάτινος, -η, -ο — και συρματένιος, ια, ιο φτιαγμένος από σύρμα: Έβαλε στο παράθυρο ένα συρμάτινο πλέγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ανθοδέσμη — Η ταξινόμηση των λουλουδιών με κατάλληλο συνδυασμό χρωμάτων και σχήματος, έτσι ώστε να αποτελούν αρμονικό σύνολο, ευχάριστο από αισθητική άποψη. Μία από τις προϋποθέσεις για την επιτυχημένη κατασκευή α. είναι ο τονισμός του φυσικού κάλλους του… … Dictionary of Greek
αυλακονάρθηκας — ο αυλακωτός συρμάτινος νάρθηκας για την τοποθέτηση καταγμάτων των αρθρώσεων … Dictionary of Greek
διουρηθρική προστατεκτομή — Αφαίρεση τμήματος ή όλου του προστάτη με χρήση ενός ενδοσκοπίου, εξοπλισμένου με όργανο τομής, το οποίο εισάγεται από την ουρήθρα. Για να αποκοπεί ο άρρωστος ιστός χρησιμοποιείται ένας συρμάτινος βρόγχος … Dictionary of Greek